- πυροπυξίδα
- η, Νπυρομετρικό όργανο τής θερμοκρασίας τών κλιβάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + πυξίδα. Η λ., στον πληθ. πυροπυξίδες, μαρτυρείται από το 1856 στον Έρμ. Λούντζη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek